- μελάμπυρο(ν)
- το бот. плевел опьяняющий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μελάμπυρο — το (Α μελάμπυρον, τὸ και μελάμπυρος, ὁ) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σκροφουλαρίδες και περιλαμβάνει 10 περίπου είδη επιβλαβών ημιπαρασιτικών ζιζανίων τού Βόρειου Ημισφαιρίου… … Dictionary of Greek
μελάμπυρος — μελάμπυρος, ὁ (Α) βλ. μελάμπυρο … Dictionary of Greek
μελαμπυρισμός — ο δηλητηρίαση από βρώση ψωμιού παρασκευασμένου από αλεύρι που προέρχεται απο σιτάρι στο οποίο έχουν αναμιχθεί σπέρματα τού φυτού μελάμπυρο, η οποία εκδηλώνεται με έντονη διάρροια, με πονοκέφαλο και ζάλη … Dictionary of Greek
παρασιτισμός — Είδος συμβίωσης μεταξύ ενός φυτικού ή ζωικού οργανισμού, ο οποίος λέγεται παράσιτο, και ενός άλλου, του ξενιστή, από τον οποίο ο πρώτος αντλεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις θρεπτικές ουσίες που του είναι αναγκαίες για να ζει. Ωστόσο, η συμβίωση… … Dictionary of Greek
βράκτια — Φύλλα σχεδόν λεπιδοειδή, που προστατεύουν τα ανθοφόρα και ξυλοφόρα μάτια ή συνοδεύουν τα άνθη και τις ταξιανθίες. Τα β. μπορεί να είναι λεία ή χλοώδη, πράσινα ή άλλου χρώματος, φυλλοβόλα ή αειθαλή. Τα β. που συνοδεύουν τα άνθη λέγονται και… … Dictionary of Greek